έννομος

έννομος
-η, -ο (AM ἔννομος, -ον)
ο καθορισμένος από τον νόμο, αυτός που ακολουθεί τον νόμο, που είναι σύμφωνος με τον νόμο, νόμιμος
(α. «έννομη τάξη» β. «ἔννομα γὰρ πείσονται» — θα υποστούν τα νόμιμα, Θουκ.)
αρχ.
1. αυτός που τηρεί τους νόμους, που δεν πράττει άνομα, δίκαιος
2. αυτός που τρέφεται κάπου, που νέμεται έναν τόπο, που κατοικεί κάπου, κάτοικος («βροτοὶ δ', οἵ γᾱς τότ' ἦσαν ἔννομοι» — οι άνθρωποι που κατοικούσαν τότε τη χώρα, Αισχύλ.).
επίρρ...
εννόμως, -α
κατά τον νόμο, νόμιμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Ἔννομος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔννομος — ordained by law masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έννομος — η, ο επίρρ. α ο ορισμένος από το νόμο, ο νόμιμος: Έννομο συμφέρον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐννομώτερον — ἔννομος ordained by law masc acc comp sg ἔννομος ordained by law neut nom/voc/acc comp sg ἔννομος ordained by law adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννομωτάτων — ἔννομος ordained by law fem gen superl pl ἔννομος ordained by law masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννομώτατα — ἔννομος ordained by law adverbial superl ἔννομος ordained by law neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννομώτατον — ἔννομος ordained by law masc acc superl sg ἔννομος ordained by law neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννόμως — ἔννομος ordained by law adverbial ἔννομος ordained by law masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔννομον — ἔννομος ordained by law masc/fem acc sg ἔννομος ordained by law neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐννομωτάταις — ἔννομος ordained by law fem dat superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”